-
1 костюм
костюм м το κοστούμι· το ταγιέρ (дамский)' национальный \костюм η εθνική στολή· купальный \костюм το μαγιό* * *мτο κοστούμι; το ταγιέρ ( дамский)национа́льный костю́м — η εθνική στολή
купа́льный костю́м — το μαγιό
-
2 модный
модный μοντέρνος, της μό δας* \модный костюм το κοστούμι της μόδας* * *μοντέρνος, της μόδαςмо́дный костю́м — το κοστούμι της μόδας
-
3 однобортный
однобортный: \однобортный костюм το μονόπετο κοστούμι* * *однобо́ртный костю́м — το μονόπετο κοστούμι
-
4 светлый
светлый φωτεινός* - ая комната το φωτεινό δωμάτιο; \светлый костюм το ανοιχτόχρωμο κοστούμι* * *све́тлая ко́мната — το φωτεινό δωμάτιο
све́тлый костю́м — το ανοιχτόχρωμο κοστούμι
-
5 костюм
костюмм τό κοστούμι, ἡ φορεσιά, ἡ στολή/ τό ταγιέρ (дамский):национальный \костюм ἡ ἐθνική στολή· штатский \костюм τά πολιτικά (ροῦχα)· купальный \костюм τό μαγιό· лыжный \костюм κοστούμι γιά σκί· парадный \костюм ἡ ἐπίσημη στολή. -
6 пара
-ы θ.1. ζευγάρι, ζεύγος•пара чулок ζευγάρι (γυναικείες) κάλτσες•
пара носков ζευγάρι (ανδρικές) κάλτσες•
пара сапог ζευγάρι μπότες.
|| αντικείμενο αποτελούμενο από δύο ίσα μέρη•пара ножниц το ψαλίδι•
пара брюк το παντελόνι.
2. κοστούμι ανδρικό (σακκάκι, παντελόνι)•он пришл в новой -е αυτός ήρθε με καινούργιο κοστούμι.
3. ζευγάρι ζευγμένων αλόγων αμάξι με δυό άλογα.4. огю πρόσωπα μαζί•влюблнная пара αγαπημένο ζευγάρι•
танцующие -ы τα ζευγάρια του χορού.
|| ως επίρ. -ами κατά ζευγάρια, δυό-δυό•мы гуляли -ами εμείς κάναμε περίπατο κατά ζευγάρια.
|| ταίρι.5. ως κατηγ. ταιριάζω. || δυό•можно сказать -у слов? μπορώ να πω δυό λόγια;•
можно оторвать вас на -у минут? μπορώ να σας απασχολήσω για δυό λεφτά;
εκφρ.в -ы – κατά δυάδες, ανα δυό,. δυό-δυό, κατά ζευγάρια•в -е – κ. на -у μαζί, ομού, οι δυό μαζί, ζευγαρωτά•пара пустяков – (απλ.) είναι εύκολο (για εκτέλεση), δεν είναι τίποτε•два сапога – ένα και το ίδιο, παρ τον έναν, χτύπα τον άλλον, του ίδιου φυράματος• κύλισε ο τέντζερης κ. βρήκε το καπάκι. -
7 впору
впорунареч (по мерке) разг ταιριαστά, Ϊσα-ἰσα, ἀκριβώς:костюм тебе́ \впору αὐτό τό κοστούμι σοῦ ἐρχεται ἰσα-ἰσα. -
8 дорожный
дорожн||ыйприл 1 (относящийся к дороге) ὁδικός:\дорожный столб τό χιλιόμετρο, ὁ χιλιομετροδείκτης· \дорожный указатель ὁ ὀδοδείκτης· \дорожныйое строительство ἡ ὁδοποιία·2. (необходимый для путешествия) ταξιδιωτικός, ὁδοιπορικός, τοῦ ταξιδιού:\дорожныйые вещи εἰδη ταξιδιού· \дорожный костюм τό ταξιδιωτικό κοστούμι· \дорожныйые расходы τά ὁδοιπορικά Εξοδα· \дорожныйая фляга τό παγούρι. -
9 модный
модн||ыйприл в разн. знач. τής μόδας:\модныйый костюм τό κοστούμι τής μόδας· \модныйый журнал τό περιοδικό μόδας. -
10 мужскби
мужск||би́прил ἀνδρικός, ἄρρην, ἀρσενικός:\мужскби пол τό ἀνδρικό φΰλον \мужскби костюм τό ἀνδρικό κοστούμι· \мужскбиое общество ἄντρες· \мужскби род грам. τό ἀρσε-νικόν γένος. -
11 отрез
отрезм 1.:линия \отреза ἡ γραμμή τοῦ διαχωρισμού·2. (ткани) τό ρετάλι:\отрез на костюм τό κομμάτι γιά τό κοστούμι. -
12 пара
пар||аж ι, (о предметах и о людях) τό ζεῦγος, τή ζεϋγάρι:\пара чулок ζευγάρι γυναικείες κάλτσες· супру́жеская \пара τό συζυγικό ζεβγος·2. (костюм) τό κοστούμι-◊ \пара сил тех. ζεῦγος δυνάμεων· на \парау слов νά σο6 είπῶ δυό λόγια· два сапога \пара погов. πάρε τόν ἕνα χτύπα τόν ἄλλον. -
13 поношенный
поношенный1. прич. от поносить·2. прил (о платье, обуви) φορεμένος, μεταχειρισμένος, τριμμένος:\поношенный костюм τό μεταχειρισμένο κοστοῦμι. -
14 потрепанный
потрепанн||ый1. прич. от потрепать·2. прил ξεφτισμένος, τριμμένος:\потрепанный костюм ξεφτισμένο κοστοῦμι·3. перец. κουρελιάρης, πενιχρός:\потрепанныйое лицо́ πρόσωπο μαραμένο, πρόσωπο ταλαιπωρημένο. -
15 приличный
прилич||ныйприл1. εὐπρεπής, κόσμιος / ἀρμόζων, πρέπων (подобающий)·2. (достаточно хороший) разг ἀρκετά καλός, ἀνθρωπινός, τής ἀνθρωπιᾶς / ὑποφερτός (сносный):\приличныйный костюм κοστούμι τής ἀνθρωπιάς. -
16 простой
прост||о́й Iприл1. (нетрудный, несложный) ἀπλός [-ους], εὐκολος:\простойа́я задача ἀπλό (εύκολο) πρόβλημα· \простойо́е дело ἀπλή ὑπόθεση·2. (обыкновенный) απλος [-οϋς], κοινός/ λιτός (о пище, о столе):\простой костюм τό ἀπλό κοστούμι· \простойые люди οἱ ἀπλοί ἀνθρωποι· \простойые смертные οἱ κοινοί θνητοί·3. (естественный, безыскусственный) φυσικός, ἀπλός/ ἀγαθός, ἀπλοϊκός (простодушный)·4. (не составной) ἀπλός [-οῦς]:\простойо́е число́ мат πρώτος ἀριθμός· ◊ \простойым глазом μέ γυμνό μάτι.простой IIм (в работе) τό χασομέρι. -
17 совсем
совсемнареч ἐντελώς, ὁλότελα, ὁλωσδιόλου:\совсем близко πολύ κοντά· \совсем напротив κατάντικρυ· \совсем готов καθ' ὅλα ἐτοιμος, ὁλότελα ἐτοιμος· \совсем новый костюм ἐντελώς καινούργιο κοστούμι:это \совсем не так κάθε ἄλλο· я его́ \совсем не знаю δέν τόν γνωρίζω καθόλου· он \совсем уехал, ушел (навсегда) ἔφυγε ὁριστικά, ἐφυγε γιά πάντα -
18 старомодный
старомодныйприл ἀρχαϊκός, τής παλιδς μόδας:\старомодный костюм τό κοστούμι παλιάς μόδας. -
19 стащить
стащитьсов1. см. стаскивать·2. (сдергивать, снимать) βγάζω, ἀφαιρώ:\стащить с себя костюм βγάζω τό κοστούμι μου. -
20 тройка
тройкаж1. (цифра) τά τρία·2. (в картах) ἡ τριάρα, τό τριάρι·3. (лошадей) ἡ τρόικα·4. (отметка) τό τρία, τό τριάρι·5. (костюм) разг ἡ φορεσιά, τό κοστοῦμι μέ γιλέκο.
См. также в других словарях:
κοστούμι — κοστούμι, το και κουστούμι, το (λ. ιταλ.), ενδυμασία, φορεσιά: Πήρα ένα καλοκαιρινό κοστούμι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοστούμι — το βλ. κουστούμι … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
προσωπείο — Έτσι ονομάζεται το ψεύτικο πρόσωπο που κατασκευάζεται από διάφορα υλικά και σε διάφορα σχήματα, με μορφή ανθρώπου ή ζώου ή διαβολική, με χαρακτηριστικά σκόπιμα παραμορφωμένα, και χρησιμοποιείται για μαγικούς τελετουργικούς σκοπούς ή για τον… … Dictionary of Greek
αρλεκίνος — Πρόσωπο της ιταλικής κομέντια ντελ άρτε και έπειτα της κωμωδίας του 18ου αι., πρωταγωνιστής σε πολυάριθμες γαλλικές, ιταλικές κ.ά. κωμωδίες, παντομίμες και μπαλέτα. Το όνομα Α. είναι ίσως παραφθορά του Allchino, όνομα διαβόλου, που ο Δάντης τον… … Dictionary of Greek
ενδυματολογία — Όρος που αναφέρεται στην επιλογή ή και στη δημιουργία των θεατρικών κοστουμιών των προσώπων που δρουν επί σκηνής. Πολύ συχνά το ίδιο πρόσωπο αναλαμβάνει τόσο τη σκηνογραφική όσο και την ενδυματολογική επιμέλεια της παράστασης. Ειδικά ενδύματα,… … Dictionary of Greek
πιερότος — Πρόσωπο της Κομέντια ντελ’ άρτε, που προήλθε ίσως από τη φιγούρα του Πεντρολίνο. Ο τύπος που παρουσίαζε εισήχθη στη Γαλλία στο τέλος του 16ου αι. με ιταλικούς κωμικούς θιάσους (από τους διασημότερους ήταν ο θίασος τωνΤζελόζι) και αποτέλεσε μαζί… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Anexo:Falsos amigos — Los falsos amigos son palabras que, a pesar de tener significados diferentes, pueden escribirse o pronunciarse de una manera similar en dos o más idiomas. Lo anterior puede deberse tanto a distintas etimologías como a un cambio en el significado… … Wikipedia Español
αμφίεση — η (Μ ἀμφίεσις) [ἀμφιέννυμι] ενδυμασία, φορεσιά, κοστούμι … Dictionary of Greek
επιτυχαίνω — και επιτυγχάνω και πιτυχαίνω και πετυχαίνω (AM ἐπιτυγχάνω, Μ και (έ)πιτυχαίνω και πετυχαίνω) 1. βρίσκω τον στόχο, σημαδεύω καλά (α. «ῥᾴδιον μὲν τὸ ἀποτυχεῑν τοῡ σκοποῡ, χαλεπὸν δὲ τὸ ἐπιτυχεῑν», Αριστοτ. β. «τόν πυροβόλησε και τόν πέτυχε στην… … Dictionary of Greek